- μόναρχος
- μόναρχοςmonarchmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόναρχος — και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α) 1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.) 2. δυνάστης 3. αρχηγός, ηγεμόνας 4. επώνυμος… … Dictionary of Greek
μονάρχοις — μόναρχος monarch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg μονάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχους — μόναρχος monarch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχων — μόναρχος monarch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχῳ — μόναρχος monarch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνάρχοισι — μόναρχος monarch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούναρχοι — μόναρχος monarch masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούναρχον — μόναρχος monarch masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)